-
1 νεο-λαία
См. также в других словарях:
κατόλλυμι — (Α) καταστρέφω τελείως («νεολαία γὰρ ἤδη κατὰ πᾱσ ὄλωλεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
1 νεο-λαία
κατόλλυμι — (Α) καταστρέφω τελείως («νεολαία γὰρ ἤδη κατὰ πᾱσ ὄλωλεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek